μουτσόπουλο

μουτσόπουλο
το , μούτσος ο мор. юнга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μουτσόπουλο" в других словарях:

  • μουτσόπουλο — το μικρός μούτσος, ναυτόπουλο («έχω και τρία μουτσόπουλα που τους καιρούς γνωρίζουν», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μούτσος + υποκορ. κατάλ. πουλο (πρβλ. βασιλό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • Templon — Rekonstruktionsversuch der Kirche St. Peter und Paul in Gerasa (1907) Templon (τέμπλον) bezeichnet die Abschrankung des Naos vom Allerheiligsten, dem Bereich des Altarraums, vor allem in orthodoxen Kirchen. Aus dieser Schrankenanlage entwickelt… …   Deutsch Wikipedia

  • δρακόσπιτα — Ιδιότυπα κτίσματα, κατασκευασμένα από μεγάλες, πλακόμορφες, σχιστολιθικές πέτρες, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Βρίσκονται στη νοτιοδυτική Εύβοια, κυρίως στο όρος Όχη. Έχουν σχήμα τετράπλευρου ορθογώνιου, με μεγάλο πάχος στην τοιχοποιία. Οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»